- ανθοποίκιλτος
- -η, -οο στολισμένος με άνθη, ή διακοσμημένος με παραστάσεις, απεικονίσεις λουλουδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + ποικιλτός < ποικίλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
διανθής — ές (Α διανθής, ές) 1. (για υφάσματα) ανθοποίκιλτος 2. (για φυτά) α) αυτός που έχει διπλά άνθη β) αυτός που ανθίζει δύο φορές τον χρόνο … Dictionary of Greek